- δόρυ
- δόρυ, gen. δούρατος and δουρός, dat. δούρατι and δουρί, du. δοῦρε, pl. δούρατα and δοῦρα, dat. δούρασι and δούρεσσι: (1) wood, beam, and of a living tree, Od. 6.167; of timber, esp. for ships, δοῦρα τέμνειν, τάμνεσθαι, Od. 5.162, 2, Il. 3.61; ἐλάτης, Il. 24.450; δόρυ νήιον, νήια δοῦρα, δοῦρα νηῶν, Il. 17.744, Od. 9.498, Β 13, Od. 5.370.—(2) shaft of a spear, spear; of ash, μείλινον, Il. 5.666.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.